ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑIΑ ΔΟΥΛΕIA που παρουσιάζει η Ντένη Θεοχαράκη θα μπορούσε κανείς να διακρίνει χρονολογικά δύο διαφορετικές, αλλά και αλληλοσυνδεόμενες θεματικές ενότητες, δύο είδη εικαστικής έκφρασης. Η πρώτη ενότητα αφορά στην ‘αθώα’ εποχή, όταν το μυαλό και το κορμί δεν αγωνιούσαν για την ύπαρξη της πρόσφατης θανατηφόρας απειλής που έπληξε όλη την ανθρωπότητα. Σε αυτήν, η ζωγράφος αναπαράγει μνήμες από ταξίδια αναζήτησης και εξερεύνησης σε μακρινές χώρες -κυρίως της Ασίας- εκεί όπου η ζωή κυλάει σε άλλους ρυθμούς και διέπεται από διαφορετικούς πολιτισμικούς κανόνες.
Στις περιπλανήσεις της καταγράφει φωτογραφικά ό,τι την ελκύει, και, όταν πια επιστρέφει με την ψυχή της γεμάτη εικόνες, επεξεργάζεται το υλικό της, ζωγραφίζοντας τοπία, ανθρώπους και καθημερινές σκηνές που αφηγούνται τις δικές τους ιστορίες. Τα υλικά της προέρχονται από τις χώρες που επισκέπτεται: χειροποίητα χαρτιά από το Βιετνάμ, το Μπουτάν, το Λάος, την Ινδία και σκόνες ζωγραφικής από μοναστήρια του Θιβέτ και του Νεπάλ.
Η δεύτερη θεματική ενότητα αφορά στην επόμενη χρονική περίοδο, κατά την οποία η εικαστικός, συγκλονισμένη από την πρωτόγνωρη πανδημία και τον εγκλεισμό, διοχετεύει το συναίσθημά της σε νέα, πρωτότυπα έργα, εφαρμόζοντας και χειροτεχνικές πρακτικές, στις οποίες προσδίδει νέο αισθητικό περιεχόμενο. Ο φόβος για τον ιό γίνεται κορόνα, άδειο κάθισμα, κεραυνός, δίνη που απομυζά τη ζωή.
Η ματιά, άλλοτε καθηλωτικά παρούσα άλλοτε εκκωφαντικά απούσα, είναι ο συνδετικός κρίκος των δύο θεματικών ενοτήτων, χαράσσοντας το μονοπάτι των εικόνων και των μορφών από τα μάτια μας βαθιά μέσα στην ψυχή.
ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Η απεικόνιση της ανθρώπινης μορφής κυριαρχεί στην τέχνη όλων των εποχών, με τελετουργικό, θρησκευτικό, μεταφυσικό ή μαγικό χαρακτήρα. Η εξέλιξη της προσωπογραφίας, καθώς από σύμβολο αποκτά την ταυτότητα του μοντέλου, έχει ιδιαίτερο κοινωνιολογικό και πολιτικό ενδιαφέρον και φέρει, περισσότερο από τα άλλα είδη τέχνης, τη σφραγίδα του τόπου, της εποχής και του πολιτισμικού επιπέδου. Η Αναγέννηση, αλλά και οι μεταγενέστεροι χρόνοι, έχουν δώσει θαυμαστούς πίνακες, προσδίδοντας κάθε φορά διαφορετικό στίγμα στο ανθρώπινο μοντέλο.
Η διάδοση της φωτογραφίας δεν εξάλειψε την εικαστική απόδοση των μορφών, αλλά αντίθετα λειτούργησε ως πρόκληση. Οι καλλιτέχνες, έως τις μέρες μας, δεν έπαψαν να πειραματίζονται και να παιδεύονται με την απόδοση «αυτού του θαυμαστού ποιήματος, του ανθρωπίνου σώματος», όπως έλεγε ο Delacroix.
Τρεις από τους πιο διάσημους σύγχρονους ζωγράφους έδωσαν ο καθένας τη δική του εκδοχή, ζωγραφίζοντας το ανθρώπινο σώμα· ο Francis Bacon έφτασε σε ακραίο σημείο παραμόρφωσης, ο Lucien Freud ακολούθησε τη ρεαλιστική απόδοση και ο Chuck Close προσέδωσε υπερρεαλιστικά χαρακτηριστικά στις τεράστιες προσωπογραφίες του.
Μετά τις περιηγήσεις της σε διάφορα μέρη του κόσμου, από την Ανατολή έως τη Δύση, η ψυχή και οι αποσκευές της ζωγράφου ξεχειλίζουν από πλήθος εικόνων και βιωμάτων.
Οι φωτογραφικές εικόνες δεν μεταφέρονται αυτούσιες στον καμβά. Το μέγεθος των μορφών, η δυναμική ένταση της πινελιάς, οι έντονες χρωματικές αντιπαραθέσεις, οι χαρακτηριστικές στάσεις των ανθρώπων και το αφαιρετικό φόντο, από το οποίο φαίνεται να ξεπροβάλλουν, προσδίδουν μνημειακότητα στους εικονιζόμενους. Παρουσιάζονται με τα σύνεργα της εργασίας τους, την ώρα της ανάπαυσης, της περισυλλογής, της μετακίνησης. Τα χαρακτηριστικά των προσώπων, τα ιδιότυπα ρούχα, οι στάσεις των σωμάτων μαρτυρούν την καταγωγή τους και τις συνήθειες του τόπου τους.
Με ιδιαίτερη ευαισθησία αποτυπώνεται η αδιέξοδη μοναξιά ανθρώπων διαφόρων ηλικιών, με πρόσωπα γεμάτα θυμό, πόνο ή αγάπη για τη ζωή: ένα παιδί κοιτά απορημένο τον φακό· μία μητέρα κουβαλά περήφανα στην πλάτη της τη μικρή της κόρη· μία γυναίκα ζητάει βοήθεια στους δρόμους της πολυσύχναστης Βοστώνης, με τη μορφή της να αποδίδεται λιτά, χρωματικά και σχηματικά· μία άλλη γυναίκα, από τη Δράμα, η τραγική ζωή της οποίας αναδεικνύεται από τα φλογερά χρώματα και τα έντονα χαρακτηριστικά του προσώπου της.
Η μοναχική ηλικιωμένη γυναίκα με τη μάσκα και το μπαστούνι της, που στέκεται αναποφάσιστη στο δαιδαλώδες πλακόστρωτο, παραπέμπει εύγλωττα στην ανησυχία των ευάλωτων ατόμων για τη σημερινή κατάσταση και γεφυρώνει τις απεικονίσεις της θεματικής ενότητας των ανθρωπίνων μορφών με τις αφηρημένες αποδόσεις της απειλής του κορονοϊού. Το άδειο παγκάκι, η μετέωρη στάση της γυναίκας, με στραμμένη την πλάτη στον θεατή, η απουσία της ματιάς, αλλά κυρίως η έλλειψη ορίζοντα και ο εγκλωβισμός της στην αέναα επαναλαμβανόμενη διάταξη των αυστηρών γεωμετρικών σχημάτων με τα επιθετικά χρώματα, η οποία διασπάται μόνο από το κάλυμμα του υπονόμου, επιτείνουν το σιωπηλό, μη αναστρέψιμο αίσθημα του μοιραίου.
Σε άλλα έργα, η διάθεση είναι διαφορετική, παιχνιδιάρικη και αμφίσημη. Στη σύνθεση με τους άνδρες και τη βάρκα, η ματιά της ζωγράφου βλέπει από ψηλά τις μορφές, με την πολύχρωμη εξάρτυσή τους, οι οποίες φαντάζουν σαν παιδικά παιχνίδια.
Στη μνήμη τής ζωγράφου οι άνθρωποι ταυτίζονται με τον γεωγραφικό χώρο στον οποίο ανήκουν και ο πίνακας ανασύρει στην επιφάνεια και αναδιατυπώνει με μοναδικό τρόπο πολλαπλά επίπεδα συναισθημάτων, ώστε να αποδώσει το μυστήριο της παγιδευμένης εικόνας του αναπαριστάμενου. Ο εικονιζόμενος καθηλώνεται μέσα στον χρόνο και η ευαισθησία και η επινοητικότητα της ζωγράφου έγκειται στο ότι αιχμαλωτίζει σε μία και μόνο πόζα την ενέργεια που πηγάζει από το σώμα και από τις κινήσεις, τα μάτια που κοιτάζουν βαθιά μέσα μας, το βλέμμα που γίνεται ο καθρέφτης της ψυχής.
ΤΑ ΜΑΤΙΑ
Το μυστήριο της εικόνας εντοπίζεται στα βλέμματα: στο βλέμμα της ζωγράφου που συλλαμβάνει την εικόνα, στο βλέμμα του εικονιζόμενου που προσκαλεί τον θεατή σε μία άμεση συνομιλία, στο βλέμμα του θεατή που γίνεται κοινωνός της ιστορίας του ήρωα. Η Θεοχαράκη αποφαίνεται: «Πόσο περίεργο, αλλά και όμορφο, το συναίσθημα, με μία μόνο ματιά να αισθάνεσαι ότι μπορείς να μπεις για λίγο μέσα στην ψυχή του άλλου και, κοιτώντας τον στα μάτια ή μόνο θωρώντας την κίνησή του, να βλέπεις σαν σε κινηματογραφική ταινία ένα κομμάτι της ψυχής του, ένα μέρος της ζωής του!»
Στα ζωγραφισμένα μάτια η δημιουργός απομονώνει και εξαίρει, με ιδιαίτερη τεχνική στην απόδοσή τους, το βασικό όργανο πρόσληψης των εικόνων, τόσο το δικό της, το οποίο τις επεξεργάζεται εικαστικά, όσο και εκείνο των θεατών, το οποίο τις παρατηρεί. Η απόδοση των ματιών κάθε άλλο παρά ρεαλιστική ή αφαιρετική είναι. Ποικίλα στοιχεία, φίδια, λέξεις, σημάνσεις, κορόνες, άλλοτε ασπρόμαυρα και άλλοτε με χρωματισμένα λάδια πάνω σε χειροποίητο χαρτί, διαμορφώνουν την ίριδα και τη γύρω περιοχή και μεταδίδουν διαφορετικά και αμφίσημα μηνύματα, θυμίζοντας έντονα τις παλιότερές της συνθέσεις του macro-micro cosmos. Με την αποδόμηση και την ποιητική αναδόμηση της εικόνας του ματιού, τα διάφορα κρυπτικά και μικρογραφικά σύμβολα της παράστασης επιτυγχάνουν «ένα εμπνευσμένο ισοδύναμο της οπτικής συγκίνησης», όπως έγραψε ο Γιάννης Ψυχοπαίδης, στον κατάλογο της έκθεσής της το 2013.
ΟΙ ΔΙΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΟΡΟΝΕΣ
Αντιμέτωπη με τις νέες συνθήκες που προξένησε η πανδημία του COVID-19 και ο επακόλουθος εγκλεισμός, η Θεοχαράκη αποτυπώνει πρωτόγνωρα συναισθήματα που αναδύονται από τη συνταρακτική συγκυρία και αλλάζει θεματική ενότητα, εισάγοντας έναν νέο τρόπο έκφρασης με διαφορετική τεχνική.
Από το κλειστό σχήμα του ματιού περνά στο ανοικτό σχήμα της σπείρας. Η σπείρα/δίνη συνδυάζει το σχήμα του κύκλου με τη δυναμική κίνηση. Είναι ένα αρχετυπικό σύμβολο, με πυκνά σημαινόμενα. Υποδηλώνει τον χρόνο που περνά, αλλά και τον ρυθμό, την ανάπτυξη και την εξέλιξη της ίδιας της ζωής, η οποία τώρα απειλείται από τον ιό. Η δεδομένη τάξη ανατρέπεται, δημιουργούνται καινούργιες σπείρες ή διακόπτονται οι υπάρχουσες. Η ζωγράφος στρέφεται σε άλλους εκφραστικούς τρόπους, σε μία ιδιάζουσα μορφή χειροτεχνίας και με πολύ κόπο τρυπά με τη βελόνα της χειροποίητα χαρτιά, κεντώντας σχήματα και γράμματα που προσδίδουν στην εικόνα κρυπτικό νόημα, ενώ στη συνέχεια τα ζωγραφίζει δίνοντάς τους νέα μορφή.
Σε κάποια έργα της, ζωγραφισμένα με λάδια ή και σπάνιες σκόνες (με χαρακτηριστικά γήινα χρώματα) φερμένες από μοναστήρια του Νεπάλ, η βελονιά τονίζει το περίγραμμα της σπείρας. Με τη μορφή λαβυρίνθου, η σπείρα υπαινίσσεται την εσωτερική περιπλάνηση της ψυχής στην αναζήτηση της ταυτότητάς της. Συνδέεται, επίσης, με τη μάνταλα της ανατολικής θρησκευτικής παράδοσης και φιλοσοφίας, που αποτελεί μέσο διαλογισμού. Ο Karl Jung, κύριος εκπρόσωπος της αναλυτικής ψυχολογίας, θεωρούσε ότι η μάνταλα αποτύπωνε την ολότητα, την ενότητα και την επιθυμητή αρμονία της προσωπικότητας.
Στη δεύτερη χρονική περίοδο, η Θεοχαράκη εμπνέεται από τον περιβόητο στις μέρες μας Coronavirus-Covid 19 που μας απειλεί και τρομοκρατεί. Ο ιός οφείλει την ονομασία του στη διάταξη κάποιων πρωτεϊνών του σε σχήμα... κορόνας! Η ζωγράφος, με διάθεση να ξορκίσει (;) το κακό, σχηματίζει διάφορα μοτίβα που υπήρχαν ήδη στις συνθέσεις των ματιών. Χρησιμοποιεί ζωγραφικές «ψηφίδες» έντονου χρώματος, οι οποίες θυμίζουν αμυδρά κορόνα, και κεντά με κλωστές διαφόρων χρωμάτων μικρά διακοσμητικά γεωμετρικά σχήματα, λέξεις και ερωτηματικά πάνω σε χαρτί, διατυπώνοντας την απορία και την αμηχανία της μπροστά στην απειλή του ιού. Σιγά σιγά, η κόκκινη κλωστή στο χρώμα της φωτιάς αρχίζει να κυριαρχεί ως περίγραμμα, σε αντίθεση με τη χρήση του μαύρου περιγράμματος, που τονίζει τους όγκους έργων πολλών ζωγράφων.
Η σιωπή της ματιάς είναι ένας σταθμός στη ζωή και στην καλλιτεχνική πορεία της Θεοχαράκη, η συνέχεια, όμως, του ταξιδιού διαφαίνεται αναμενόμενη και προκλητική.