Η μυστηριώδης υφή του κόσμου, της Λήδας Καζαντζάκη.
Όταν πρωτοείδα την πτυχιακή εργασία της Ντένης Θεοχαράκη το 2011, στην ΑΣΚΤ της Αθήνας, ένιωσα να μεταφέρομαι σ' έναν κόσμο μακρινό σαν εκείνον που είχα συναντήσει στις σπηλιές - καταφύγια των πρώτων χριστιανών στην Ανατολία.
Εκεί όπου η φυσική διάβρωση και η ανθρώπινη ενέργεια δημιούργησε σχηματισμούς θαυμαστούς.
Και ταυτόχρονα ένιωσα ότι περιβαλλόμουν από τις ρευστές μορφές του Αυστριακού ζωγράφου, ποιητή και θεατρικού συγγραφέα, Όσκαρ Κοκόσκα. Μέλος του κινήματος της «Απόσχισης», ο Κοκόσκα έπλασε ήδη στη χαραυγή του 20ού αιώνα, υπό την επήρεια της αναδυόμενης ψυχαναλυτικής θεωρίας του Φρόιντ, με τρεμάμενες γραμμές, το αισθαντικό πορτρέτο της αγωνίας του σύγχρονου ανθρώπου που χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του, καθώς βλέπει τον Πρώτο Μεγάλο Πόλεμο να διαλύει τις «σταθερές» του. Και φυσικά κατατάχτηκε από τους ναζί στον μακρύ κατάλογο των καλλιτεχνών της εκφυλισμένης τέχνης.
Η κυρίαρχη μονοχρωμία ή η φειδωλή χρήση του χρώματος, ακόμα και στην τελευταία της δουλειά, η εκτεταμένη χρήση σινικής μελάνης πάνω σε ρυζόχαρτο, αραχνοΰφαντο ύφασμα ή δέρμα, η κάθετη διάταξη όγκων από διάτρητους βράχους δημιουργούν στον υποψιασμένο θεατή αυτόματα συνειρμούς με την κινέζικη ζωγραφική του 11ου αιώνα και 12ου αιώνα μ.Χ., όπου το εσωτερικό περιεχόμενο συναντά το εξωτερικό περίγραμμα του τοπίου.
Τα έργα που εκθέτει η Ντένη Θεοχαράκη στην πρώτη της ατομική έκθεση στην γκαλερί «έκφραση» συνοψίζουν όλα αυτές τις ετερόκλητες και τόσο συγγενικές εικόνες.
Αντιμετωπίζουν με την ίδια αφαιρετική και ταυτόχρονα διεισδυτική ματιά και με την ίδια τρυφερή αυστηρότητα στη γραφή της τους ζωντανούς οργανισμούς και τα ανόργανα στοιχεία.
Συνθέτουν έτσι σε μια ενιαία, πολύμορφη και πολυεπίπεδη οντότητα, γήινη και αέρινη ταυτόχρονα, τον «μακρο-μικρόκοσμο» της εικαστικής καλλιτέχνιδας, όπως χαρακτηριστικά τιτλοφορεί την έκθεσή της και που εν τέλει αποτελούν και τον μακρο-μικρόκοσμο του καθενός μας: Βράχια που φέρουν τη σκαμμένη από τον χρόνο μορφή αιωνόβιων δένδρων και μεταβάλλονται σε φιμωμένα, μπανταρισμένα, κυνικά, θλιμμένα πρόσωπα αλλά και σε φιγούρες που αγκαλιάζονται, προσεγγίζονται, βρίσκονται σ' έναν διάλογο σιωπηλό ή στέκονται μεμονωμένες η μία δίπλα στην άλλη, όπως σε συγκεντρωμένη μάζα, κλαριά που μοιάζουν να υψώνονται σε μια ύστατη χειρονομία απελευθέρωσης προς το φως.
Αποδεικνύουν, όπως θα έλεγε ο Όσκαρ Ουάιλντ, ότι το πραγματικό μυστήριο του κόσμου δεν βρίσκεται στο αόρατο, αλλά στο ορατό.
Κι αποτυπώνουν με τα μέσα που της προσφέρει η πλαστική έκφραση την αρχέγονη προσπάθεια του ανθρώπου να το συλλάβει ακόμα κι αν δεν μπορέσει να το κατανοήσει.