Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚH ΑΝΑΠΑΡAΣΤΑΣΗ EΧΕΙ ΜΙΑ ΠΑΡAΞΕΝΗ ΔYΝΑΜΗ. Ενώ μνημονεύει τη σκέψη του δημιουργού της για τον κόσμο, δεν μεταφέρει την εικόνα του δια μνήμης, όπως η ζωγραφική. Στη φωτογραφία απαιτείται η φυσική παρουσία του δημιουργού της στον ίδιο δεδομένο χωροχρόνο της εικόνας.
Ο φωτογράφος μοιράζεται και αποτυπώνει ένα «υπήρξα εκεί», από το οποίο εμείς βλέπουμε ένα μόνο τμήμα του. Το υπόλοιπο παραμένει εκτός κάδρου, όπως οι αντιλήψεις του θεατή και η διαμεσολάβηση του μέσου. Ως θεατές, καλούμαστε να διακρίνουμε την αυθεντικότητα του δικού μας βλέμματος, του βλέμματος του δημιουργού, της εικόνας που μας κοιτάζει.
Στη σημερινή εποχή του πολλαπλασιασμού της εικόνας-οθόνης, στην εποχή της εικονικής πραγματικότητας και της αναπαραγωγής στερεοτύπων, ο μοναδικός μη φωτογραφημένος άνθρωπος και τόπος θα γίνουν ένα παγκόσμιο προστατευόμενο μνημείο· ένα σπάνιο και μυστηριώδες σημείο αναφοράς.
Οι αναφορές της δουλειάς της Ντένης Θεοχαράκη εγείρουν και εμπλέκουν παράλληλα πολλά ζητήματα σημασίας. Το «υπήρξα εκεί» προϋποθέτει, κατ’ αρχάς, το ταξίδι. Θέτει το ζήτημα του ετέρου προσδιορισμού του μακρινού Άλλου με το δικό της βλέμμα, το δικό μας, με το βλέμμα της φωτογραφικής μηχανής.
Τα πρώτα ταξίδια δεν είχαν τόσο ως στόχο τη συνάντηση με τον Άλλον όσο την κυριαρχία του. Από τότε μας χωρίζει μια απόσταση. Απόσταση από τους πρώτους ρομαντικούς φωτογράφους και ζωγράφους που μεγάλωσαν τον κόσμο και από το πρώτο ταξιδιωτικό περιοδικό, το Sur terre et sur mer, ή από το περιοδικό The National Geographic και το Geo, οι φωτογραφίες των οποίων όρισαν τα στερεότυπα της ταξιδιωτικής φωτογραφίας, έως τις διαφορετικές προσεγγίσεις που εγγράφονται στην ιστορία των διαδρομών της φωτογραφικής εικόνας.
Σήμερα δεν μιλάμε πλέον για ταξίδι ή για τον πρόσφατο μαζικό τουρισμό· σήμερα μιλάμε για την απόσταση από τον Άλλον, μιλάμε για τη βασική παράμετρο της φωτογραφίας, η οποία διατηρεί πάντα μια απόσταση από το αναπαριστάμενο, από το πλαίσιο του χώρου και του χρόνου, από τον μετέπειτα χρόνο θέασης.
Η Ντένη Θεοχαράκη αρθρώνει και διερευνά την εικόνα σε πολλά επίπεδα. Πλησιάζει τον άλλον, μειώνει τις αποστάσεις, κινείται σ΄ ένα κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο μ’ έμμεσο τρόπο, χωρίς θόρυβο. Έναν κόσμο οι διαφορές του οποίου θα έπρεπε να γεφυρωθούν. Μ’ένα βλέμμα μακριά από τον χρόνο, το περιβάλλον και την ιδεολογία της αποικιοκρατίας. Στις φωτογραφικές εικόνες της, κατ’ αρχάς, διακρίνουμε μια οπτική ανθρωπολογική προσέγγιση. Βλέπουμε άνδρες, γυναίκες, ηλικιωμένους, νέους, παιδιά, διακρίνουμε τις διαστρώσεις του χρόνου και της ιστορίας στο αστικό και αγροτικό περιβάλλον σε δια- φορετικές χώρες και κουλτούρες της Ανατολής.
Εκεί όπου η Δύση είχε αποικήσει ακόμη και την εικόνα τους, τώρα η εικαστικός παρατηρεί αθέατη τη δραστηριότητα, τις στιγμές της καθημερινότητας των ανθρώπων που ανατρέφονται, συναναστρέφονται, εργάζονται, ερωτεύονται, σ’ ειρηνική συνύπαρξη. Η προσέγγισή της αναδεικνύει και διερευνά, σιωπηλά, τις ταυτότητες, τα πλαίσια, τους τόπους. Μετατρέπει τους δρόμους σε στούντιο με φυσικό φωτισμό, όπου παρατηρεί προσεκτικά την ανθρώπινη έκφραση, τα αισθήματα που συνδέουν όλους τους πολιτισμούς με οικουμενικές αξίες.
Οι φωτογραφίες της αυτονομούνται, περπατούν, αφηγούνται, μαζί της τον θαυμασμό για τη γυναικεία φύση, τη μητρότητα, τα παιδιά. Τραγουδούν έναν αισιόδοξο ύμνο για την ίδια τη ζωή. Όλες μαζί αναβλύζουν σεβασμό, τρυφερότητα και εμπιστοσύνη στον άνθρωπο.
Κοινό χαρακτηριστικό που συνδέει τις διαδρομές της είναι η διαλεκτική του βλέμμα- τος της δημιουργού γύρω από συναισθήματα που εντοπίζει στο βλέμμα των άλλων. Η ίδια κερδίζει την εμπιστοσύνη τους, μετατρέπεται από παρατηρητή σε παρατηρούμενη, ενώ εμείς βλέπουμε το βλέμμα τους και διακρίνουμε το δικό της οξύ, ευαίσθητο, αυθόρμητο βλέμμα που μετράει, ζυγίζει, προβάλλει το βλέμμα της στο βλέμμα των άλλων σε κάθε κίνηση, άγγιγμα, σκιά, υφή, πτυχή, υλικό τους.
Η καλλιτέχνις αντικαθιστά τα στερεότυπα δίνοντάς μας την αίσθηση μιας βιωμένης πραγματικότητας, μιας άμεσης αίσθησης της παρουσίας του Άλλου.
Η Ντένη Θεοχαράκη δεν αφηγείται ένα γεγονός συγκεκριμένο, δεν τεκμηριώνει μια ιστορία δημόσια ή ιδιωτική, δεν αναφέρεται σε μεγάλα μνημεία ή γεγονότα, δεν τεκμηριώνει την εικόνα μιας χώρας.
Η δική της προσέγγιση είναι μια αντι-αφήγηση. Είναι ελεύθερη. Κρατάει ίση απόσταση από το ευχάριστο ή το δυσάρεστο.
Ενώ παράλληλα οι φωτογραφικές της εικόνες δομούνται με μια σχεδόν μουσική εσωτερική δομή, ανεξάρτητη, και την ίδια στιγμή συγκροτούν ένα ενιαίο σύνολο με τη ζωγραφική της.